σκυθρωπά

σκυθρωπά
σκυθρωπός
of sad
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκυθρωπάσας — σκυθρωπά̱σᾱς , σκυθρωπάζω look angry fut part act fem acc pl (doric) σκυθρωπά̱σᾱς , σκυθρωπάζω look angry fut part act fem gen sg (doric) σκυθρωπάσᾱς , σκυθρωπάζω look angry aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπάσαι — σκυθρωπά̱σᾱͅ , σκυθρωπάζω look angry fut part act fem dat sg (doric) σκυθρωπάζω look angry aor inf act σκυθρωπάσαῑ , σκυθρωπάζω look angry aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… …   Dictionary of Greek

  • συνεπισκυθρωπάζω — Α κοιτάζω σκυθρωπά κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισκυθρωπάζω «είμαι σκυθρωπός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”